- εργατικός
- -ή, -ό (AM ἐργατικός, -ή, -όν) [εργάτης]αυτός που εργάζεται φιλότιμα και αποδοτικά, φιλόπονοςνεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εργάτες ή στην εργασία (α. «εργατικά σωματεία» β. «εργατική νομοθεσία»)2. το αρσ. ως ουσ. ο εργατικόςεργάτης3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εργατικάαμοιβή για την προσφορά εργασίας.επίρρ...ἐργατικῶς (Α)φρ. «ἐργατικῶς πρός τι» — επωφελώς, με ωφέλεια για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.